- ανηγεμόνευτος
- -η, -ο (Α ἀνηγεμόνευτος, -ον)αυτός που δεν έχει ηγεμόνα, άρχοντα, ακαθοδήγητος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀνηγεμόνευτος — without leader masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνηγεμόνευτον — ἀνηγεμόνευτος without leader masc/fem acc sg ἀνηγεμόνευτος without leader neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνηγεμονεύτου — ἀνηγεμόνευτος without leader masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνηγεμονεύτων — ἀνηγεμόνευτος without leader masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνηγεμόνευτα — ἀνηγεμόνευτος without leader neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνηγεμόνευτοι — ἀνηγεμόνευτος without leader masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)